- μᾶζ'
- μᾶζα , μᾶζαbarley-cakefem nom/voc sgμᾶζαι , μᾶζαbarley-cakefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαζί — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 536 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, Ν της Κωπαΐδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιάρτου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ … Dictionary of Greek
μαυρέας — μαυρέας, ὁ (Μ) αυτός που έχει μαύρη όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. έας (πρβλ. μαζ έας)] … Dictionary of Greek
πόνεμα — ατος, το, ΝΜ το να πονά κανείς, ο πόνος, η οδύνη και κυρίως η ψυχική νεοελλ. οδυνηρό εξάνθημα, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονώ, κατά τα ουδ. σε εμα < ρ. σε εύω (πρβλ. κλάδ εμα, μάζ εμα)] … Dictionary of Greek